πρόβουλος

πρόβουλος
-ο / πρόβουλος, -ον, ΝΑ
(στην αρχαία Αθήνα) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρόβουλοι
α) άνδρες κοινής εμπιστοσύνης που εκλέγονταν από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις σε κρίσιμες στιγμές για να αποφασίσουν για πολιτικά ζητήματα ή για να εποπτεύουν τη λειτουργία τής πολιτείας
β) οι αποστελλόμενοι από τους Έλληνες κάθε χρόνο στις Πλαταιές πρέσβεις
γ) οι δέκα πρεσβύτεροι άνδρες που είχαν εκλεγεί στην Αθήνα μετά την καταστροφή τής εκστρατείας στη Σικελία για να φροντίσουν για την κοινή σωτηρία
δ) οι Ρωμαίοι ύπατοι
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) (στην εποχή τού Καποδίστρια) τίτλος τών προϊσταμένων καθενός από τα τρία τμήματα τού Πανελληνίου Συμβουλίου ή τής Προσωρινής Διοικήσεως τής Επικρατείας
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται ή συζητά κάτι εκ τών προτέρων ή υπέρ άλλων.
επίρρ...
προβούλως Α
εσκεμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. παρά-βουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόβουλος — deliberating beforehand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβούλως — πρόβουλος deliberating beforehand adverbial πρόβουλος deliberating beforehand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβουλον — πρόβουλος deliberating beforehand masc/fem acc sg πρόβουλος deliberating beforehand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλότεροι — πρόβουλος deliberating beforehand masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβούλοις — πρόβουλος deliberating beforehand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβούλου — πρόβουλος deliberating beforehand masc/fem/neut gen sg προβέβουλα prefer pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προβέβουλα prefer imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβούλους — πρόβουλος deliberating beforehand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβούλων — πρόβουλος deliberating beforehand masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβουλε — πρόβουλος deliberating beforehand masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβουλοι — πρόβουλος deliberating beforehand masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”